θεοκέλευστος

θεοκέλευστος
θεο-κέλευστος, ον,
A ordered by God, gloss on θέσκελα, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεοκέλευστος — θεοκέλευστος, ον (AM) αυτός που έχει οριστεί, που έχει διαταχθεί από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κέλευστος (< κελεύω), πρβλ. αν επι κέλευστος, αυτο κέλευστος] …   Dictionary of Greek

  • θεοκελεύστως — θεοκέλευστος ordered by God adverbial θεοκέλευστος ordered by God masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκελεύστους — θεοκέλευστος ordered by God masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκέλευστα — θεοκέλευστος ordered by God neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”